- υποδιάπλαση
- η, Νγεωλ. παλαιός, μη χρησιμοποιούμενος σήμερα, όρος που δήλωνε υποδιαίρεση τής διάπλασης.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + διάπλαση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηωκάμβρια υποδιάπλαση — Το κατώτερο τμήμα της κάμβριας διάπλασης στο κάτω μέρος των πρώτων απολιθωματοφόρων στρωμάτων. Κατά την υποδιάπλαση αυτή, που ονομάστηκε έτσι από τον Νορβηγό γεωλόγο Μπρέγκερ (1900), σημειώθηκαν παγετώνες που κάλυψαν τις περιοχές Σβαλμπάρντ,… … Dictionary of Greek
κεϊπέρια υποδιάπλαση — Σειρά ηπειρωτικών πετρωμάτων με μεγάλη ποικιλία χρωμάτων από το ανώτερο τριαδικό του μεσοζωικού αιώνα. Οι αποθέσεις της κ.υ. αποτελούνται από σειρά αργιλωδών μαργών με εμβόλιμους δολομίτες, γύψο και ανυδρίτες και ψαμμίτες με κατάλοιπα φυτών … Dictionary of Greek
εμσέριος σειρά — Μία από τις πέντε σειρές στρωμάτων στις οποίες υποδιαιρείται η ανώτερη κρητιδική ή νεοκρητιδική υποδιάπλαση. Χαρακτηριστικά της πετρώματα είναι οι γλαυκονιτικές, ασβεστολιθικές ή αργιλώδεις μάργες, που συναντώνται ιδιαίτερα στην περιοχή του… … Dictionary of Greek
σβιόνιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σβιόνια υποδιάπλαση 2. φρ. «σβιόνια υποδιάπλαση», ή απλώς «το σβιόνιο» γεωλ. η κατώτερη και αρχαιότερη υποδιαίρεση τού αρχαϊκού αιώνα και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της στη… … Dictionary of Greek
σικέλια βαθμίδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η νεώτερη από τις δύο βαθμίδες, στις οποίες υποδιαιρείται η παλαιοτεταρτογενής υποδιάπλαση της τεταρτογενούς διάπλασης του καινοζωικού αιώνα. Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο γεωλόγο Ντεπερέ και αντιστοιχεί στην πρώτη… … Dictionary of Greek
τρεμαδόκιος — α, ο, Ν φρ. «τρεμαδόκια βαθμίδα» γεωλ. η αρχαιότερη από τις πέντε βαθμίδες στις οποίες υποδιαιρείται η ορδοβίσια ή κατώτερη σιλούρια υποδιάπλαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tremadocian < Tremadoc, πόλη της βορειοδυτικής … Dictionary of Greek
ααλένιο ή ααλένιος βαθμίδα — Η ανώτερη βαθμίδα της λάσιας υποδιάπλασης (Lias). H υποδιάπλαση αυτή είναι η αρχαιότερη από τις τρεις υποδιαπλάσεις, στις οποίες υποδιαιρείται η ιουράσιος περίοδος (μεσοζωικός αιώνας), που άρχισε πριν από 195 εκατ. χρόνια και διήρκεσε 60 εκατ.… … Dictionary of Greek
ζιβέτιο — Η ανώτερη από τις δύο βαθμίδες, από τις οποίες αποτελείται η μέση δεβόνια υποδιάπλαση των στρωμάτων του παλαιοζωικού συστήματος. Ανάμεσα στις θαλάσσιες εναποθέσεις του ζ. υπερέχουν τα ανθρακικά πετρώματα (ασβεστόλιθοι). Είναι διαδεδομένες επίσης… … Dictionary of Greek
καραδόκια βαθμίδα — Η πιο νέα από τις πέντε βαθμίδες (ηλικίες), στις οποίες υποδιαιρείται η κατώτερη σιλούρια ή ορδοβίσια υποδιάπλαση (υποπερίοδος) του παλαιοζωικού αιώνα της Γης. Έλαβε την ονομασία της από την περιοχή Caradoc του Σρόπσαϊρ της Αγγλίας.… … Dictionary of Greek
κούλμια σειρά — Σειρά στρωμάτων που αναπτύσσεται γύρω από τα σχιστολιθικά όρη της περιοχής του Ρήνου και αντιστοιχεί προς τη δινάντιο σειρά ή την κατώτερη λιθανθρακοφόρο υποδιάπλαση του παλαιοζωικού αιώνα. Τα στρώματα της κ.σ. είναι θαλασσογενή, αποτελούνται… … Dictionary of Greek